- ἐμφραγμάτων
- ἔμφραγμαbarrierneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταμόσχευση — Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια… … Dictionary of Greek
θρομβολυτικά — Φάρμακα που μπορούν να διαλύσουν ταχύτατα έναν θρόμβο. Επειδή προκαλούν τάση προς εκχυμώσεις και αιμορραγίες, τα θ. συνήθως είναι κατάλληλα μόνο για ενδονοσοκομειακή χρήση, είτε υπό συνεχή ενδοφλέβια έγχυση είτε κατευθείαν στο προσβεβλημένο… … Dictionary of Greek